νουθετήσῃ

νουθετήσῃ
νουθετήσηι , νουθέτησις
admonition
fem dat sg (epic)
νουθετέω
put in mind
aor subj mid 2nd sg
νουθετέω
put in mind
aor subj act 3rd sg
νουθετέω
put in mind
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νουθέτηση — η (Α νουθέτησις) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση («εὐχῇ θεὸν ἢ διδαχῇ καὶ νουθετήσει ἄνθρωπον», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • νουθετησμός — νουθετησμός, ὁ (Μ) νουθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε ισμός από ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • νουθέτημα — το (ΑΜ νουθέτημα) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση, νουθέτηση («ἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • νουθετισμός — νουθετισμός, ὁ (Α) [νουθετίζω] παραίνεση, νουθέτηση …   Dictionary of Greek

  • πεδάρτασις — ἡ, Α [πεδαρτῶ] η νουθέτηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”